μπεκρουλιάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μπεκρουλιάζω < μπεκρούλ(ιακας) + -ιάζω[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /be.kɾuˈʎa.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μπε‐κρου‐λιά‐ζω
Ρήμα
επεξεργασίαμπεκρουλιάζω, αόρ.: μπεκρούλιασα (χωρίς παθητική φωνή)
- μεθάω συνεχώς
- ※ Ο πατέρας του Θανάση - ακαμάτης φημισμένος - μπεκρούλιαζε όλη μέρα στις ταβέρνες. (Τάκης Αδάμος Ποιος θα εμποδίσει την άνοιξη; [διήγημα], Εκδ. Καστανιώτη, 1981)
- ≈ συνώνυμα: μεθοκοπάω
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη μπεκρής
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | μπεκρουλιάζω | μπεκρούλιαζα | θα μπεκρουλιάζω | να μπεκρουλιάζω | μπεκρουλιάζοντας | |
β' ενικ. | μπεκρουλιάζεις | μπεκρούλιαζες | θα μπεκρουλιάζεις | να μπεκρουλιάζεις | μπεκρούλιαζε | |
γ' ενικ. | μπεκρουλιάζει | μπεκρούλιαζε | θα μπεκρουλιάζει | να μπεκρουλιάζει | ||
α' πληθ. | μπεκρουλιάζουμε | μπεκρουλιάζαμε | θα μπεκρουλιάζουμε | να μπεκρουλιάζουμε | ||
β' πληθ. | μπεκρουλιάζετε | μπεκρουλιάζατε | θα μπεκρουλιάζετε | να μπεκρουλιάζετε | μπεκρουλιάζετε | |
γ' πληθ. | μπεκρουλιάζουν(ε) | μπεκρούλιαζαν μπεκρουλιάζαν(ε) |
θα μπεκρουλιάζουν(ε) | να μπεκρουλιάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | μπεκρούλιασα | θα μπεκρουλιάσω | να μπεκρουλιάσω | μπεκρουλιάσει | ||
β' ενικ. | μπεκρούλιασες | θα μπεκρουλιάσεις | να μπεκρουλιάσεις | μπεκρούλιασε | ||
γ' ενικ. | μπεκρούλιασε | θα μπεκρουλιάσει | να μπεκρουλιάσει | |||
α' πληθ. | μπεκρουλιάσαμε | θα μπεκρουλιάσουμε | να μπεκρουλιάσουμε | |||
β' πληθ. | μπεκρουλιάσατε | θα μπεκρουλιάσετε | να μπεκρουλιάσετε | μπεκρουλιάστε | ||
γ' πληθ. | μπεκρούλιασαν μπεκρουλιάσαν(ε) |
θα μπεκρουλιάσουν(ε) | να μπεκρουλιάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω μπεκρουλιάσει | είχα μπεκρουλιάσει | θα έχω μπεκρουλιάσει | να έχω μπεκρουλιάσει | ||
β' ενικ. | έχεις μπεκρουλιάσει | είχες μπεκρουλιάσει | θα έχεις μπεκρουλιάσει | να έχεις μπεκρουλιάσει | ||
γ' ενικ. | έχει μπεκρουλιάσει | είχε μπεκρουλιάσει | θα έχει μπεκρουλιάσει | να έχει μπεκρουλιάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε μπεκρουλιάσει | είχαμε μπεκρουλιάσει | θα έχουμε μπεκρουλιάσει | να έχουμε μπεκρουλιάσει | ||
β' πληθ. | έχετε μπεκρουλιάσει | είχατε μπεκρουλιάσει | θα έχετε μπεκρουλιάσει | να έχετε μπεκρουλιάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν μπεκρουλιάσει | είχαν μπεκρουλιάσει | θα έχουν μπεκρουλιάσει | να έχουν μπεκρουλιάσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία μπεκρουλιάζω
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ μπεκρουλιάζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας