μπατανία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μπατανία < (άμεσο δάνειο) τουρκική battaniye < αραβική بطانية (baṭṭāniyya)
Ουσιαστικό επεξεργασία
μπατανία θηλυκό
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
μπατανία
|
Δείτε επίσης : μαντάνια |
μπατανία θηλυκό
|