μπασταρδόπαιδο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μπασταρδόπαιδο < μπάσταρδος + -ο- + παιδί + -ο
Ουσιαστικό επεξεργασία
μπασταρδόπαιδο ουδέτερο
- (μειωτικό) άλλη μορφή του μπασταρδοπαίδι
Μεταφράσεις επεξεργασία
μπασταρδόπαιδο
|