Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μπαμπακοκαλλιέργεια οι μπαμπακοκαλλιέργειες
      γενική της μπαμπακοκαλλιέργειας των μπαμπακοκαλλιεργειών
    αιτιατική την μπαμπακοκαλλιέργεια τις μπαμπακοκαλλιέργειες
     κλητική μπαμπακοκαλλιέργεια μπαμπακοκαλλιέργειες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μπαμπακοκαλλιέργεια < μπαμπακο- + καλλιέργεια

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μπαμπακοκαλλιέργεια θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία