μπαμπάκι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μπαμπάκι | τα | μπαμπάκια |
γενική | του | μπαμπακιού | των | μπαμπακιών |
αιτιατική | το | μπαμπάκι | τα | μπαμπάκια |
κλητική | μπαμπάκι | μπαμπάκια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- μπαμπάκι < μεσαιωνική ελληνική βαμβάκιον
Ουσιαστικό επεξεργασία
μπαμπάκι ουδέτερο
- άλλη μορφή του βαμβάκι
Συγγενικά επεξεργασία
- μπαμπακάκι
- μπαμπακερός, -ή, -ό
- μπαμπακένιος, -ια, -ιο
- μπαμπακιά
- μπαμπακιάζω
- μπαμπακούλι
Σύνθετα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
μπαμπάκι
→ δείτε τη λέξη βαμβάκι |