μπακαλιαράκι
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μπακαλιαράκι | τα | μπακαλιαράκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | μπακαλιαράκι | τα | μπακαλιαράκια |
κλητική | μπακαλιαράκι | μπακαλιαράκια | ||
όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- μπακαλιαράκι < μπακαλιάρος + υποκοριστικό επίθημα -άκι
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
μπακαλιαράκι ουδέτερο
Επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη μπακαλιάρος