μουστάκια
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
μουστάκια ουδέτερο
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του μουστάκι
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὰ | μουστάκιᾰ | ||||||
γενική | τῶν | μουστακίων | ||||||
δοτική | τοῖς | μουστακίοις | ||||||
αιτιατική | τὰ | μουστάκιᾰ | ||||||
κλητική ὦ! | μουστάκιᾰ | |||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- μουστάκια (ελληνιστική κοινή) < υποκοριστικό του μούσταξ
Ουσιαστικό επεξεργασία
μουστάκια, -ίων ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό (ελληνιστική κοινή)
- (γαστρονομία, γλυκό) είδος γλυκού από αλεύρι και μούστο
- ※ 2/3ος↓ αιώνας ⌘ Ἀθήναιος ὁ Nαυκρατίτης, Δειπνοσοφισταί, 14, 57 , 647d, @scaife.perseus, @el.wikisource
- μουστάκια ἐξ οἰνομέλιτος, μουστάκια σησαμᾶτα, κλοῦστρον πούριον,
- ≈ συνώνυμα: λατινικά mustacea
- ※ 2/3ος↓ αιώνας ⌘ Ἀθήναιος ὁ Nαυκρατίτης, Δειπνοσοφισταί, 14, 57 , 647d, @scaife.perseus, @el.wikisource
Πηγές επεξεργασία
- μουστάκια - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.