μοτοπορεία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μοτοπορεία < μοτό (< γαλλική moto < motocyclette) + πορεία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμοτοπορεία θηλυκό
- (νεολογισμός) πορεία με μηχανάκια
- Ξεκίνησαν τη μοτοπορεία ενημέρωσης για τα αιτήματα των απεργιακών κινητοποιήσεων, αλλά και τον συντονισμό των δράσεων των διήμερων απεργιών της ΑΔΕΔΥ, τα μέλη α/θμιων σωματείων και καθηγητές. (*)
- Σε εξέλιξη βρίσκεται αυτή την ώρα μοτοπορεία στο κέντρο της Αθήνας που έχουν διοργανώσει εκπαιδευτικοί της ΟΛΜΕ και οι Αγανακτισμένοι Μοτοσικλετιστές. (*)
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μοτοπορεία
|