μοτό
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μοτό < γαλλική moto < motocyclette
- μοτό < 1
Ουσιαστικό 1
επεξεργασίαμοτό θηλυκό άκλιτο
Ουσιαστικό 2
επεξεργασίαμοτό ουδέτερο άκλιτο
Μεταφράσεις
επεξεργασία μοτό
|
Δείτε επίσης : μότο |
μοτό θηλυκό άκλιτο
μοτό ουδέτερο άκλιτο
|