μοσχολίβανο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μοσχολίβανο < μεσαιωνική ελληνική μοσχολίβανον[1] < μόσχος + λιβάνι
Ουσιαστικό επεξεργασία
μοσχολίβανο ουδέτερο
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
μοσχολίβανο
|
- ↑ μοσχολίβανον - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].