Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μοσκιά οι μοσκιές
      γενική της μοσκιάς των μοσκιών
    αιτιατική τη μοσκιά τις μοσκιές
     κλητική μοσκιά μοσκιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Κοινή προέλευση με την λέξη μόσχος[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /mosˈca/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μο‐σκιά

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μοσκιά θηλυκό

  1. ευωδία
  2. η τριανταφυλλιά

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)
  2. αφρομοσκιά - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)