Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μονώροφο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
μονώροφ
ο
τα
μονώροφ
α
γενική
του
μονωρόφ
ου
&
μονώροφ
ου
των
μονωρόφ
ων
αιτιατική
το
μονώροφ
ο
τα
μονώροφ
α
κλητική
μονώροφ
ο
μονώροφ
α
Κατηγορία
όπως «
πρόσωπο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
μονώροφο
<
μονο-
+
όροφος
, ουσιαστικοποιημένο
ουδέτερο
του
μονώροφος
Ουσιαστικό
επεξεργασία
μονώροφο
ουδέτερο
, (
λόγιο
)
μονώροφον
οικοδόμημα που φέρει ένα ορόφο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μονώροφο