μονόευρο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μονόευρο | τα | μονόευρα |
γενική | του | μονόευρου | των | μονόευρων |
αιτιατική | το | μονόευρο | τα | μονόευρα |
κλητική | μονόευρο | μονόευρα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /moˈno.e.vɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μο‐νό‐ευ‐ρο
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμονόευρο ουδέτερο
Μεταφράσεις
επεξεργασία μονόευρο
|