↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μοντελάς οι μοντελάδες
      γενική του μοντελά των μοντελάδων
    αιτιατική τον μοντελά τους μοντελάδες
     κλητική μοντελά μοντελάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μοντελάς < μοντέλ(ο) + -άς

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /mo.deˈlas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μο‐ντε‐λάς

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μοντελάς αρσενικό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία