μονοψωνιακός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μονοψωνιακός < μονοψώνιο
Επίθετο
επεξεργασίαμονοψωνιακός -ή -ό
- που σχετίζεται με το μονοψώνιο
- μονοψωνιακές καταστάσεις
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μονοψωνιακός
|