Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μονολιθικότητα οι μονολιθικότητες
      γενική της μονολιθικότητας των μονολιθικοτήτων
    αιτιατική τη μονολιθικότητα τις μονολιθικότητες
     κλητική μονολιθικότητα μονολιθικότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μονολιθικότητα < μονολιθικός + -ότητα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μονολιθικότητα θηλυκό

  1. το να είναι κάποιος μονολιθικός
  2. (μεταφορικά) το να είναι κάποιος ή κάτι αδιαίρετος, μονοσύστατος, χωρίς συστατικά (ή χωρίς δεύτερο συστατικό), μερολογικό απλό (mereological simple)

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία