μονολιθικότητα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μονολιθικότητα < μονολιθικός + -ότητα
Ουσιαστικό επεξεργασία
μονολιθικότητα θηλυκό
- το να είναι κάποιος μονολιθικός
- (μεταφορικά) το να είναι κάποιος ή κάτι αδιαίρετος, μονοσύστατος, χωρίς συστατικά (ή χωρίς δεύτερο συστατικό), μερολογικό απλό (mereological simple)
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
μονολιθικότητα
|