↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μονολιθικότητα οι μονολιθικότητες
      γενική της μονολιθικότητας των μονολιθικοτήτων
    αιτιατική τη μονολιθικότητα τις μονολιθικότητες
     κλητική μονολιθικότητα μονολιθικότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μονολιθικότητα < μονολιθικός + -ότητα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μονολιθικότητα θηλυκό

  1. το να είναι κάποιος μονολιθικός
  2. (μεταφορικά) το να είναι κάποιος ή κάτι αδιαίρετος, μονοσύστατος, χωρίς συστατικά (ή χωρίς δεύτερο συστατικό), μερολογικό απλό (mereological simple)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία