μονοκομματισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μονοκομματισμός < μονοκομματικός + -ισμός
Ουσιαστικό επεξεργασία
μονοκομματισμός αρσενικό
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
μονοκομματισμός
μονοκομματισμός αρσενικό