μονοκομματικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
μονοκομματικός -ή -ό
- που επιτρέπει τη λειτουργία ενός μόνο κόμματος
- ↪: μονοκομματικό κράτος
- που αποτελείται από ένα μόνο κόμμα
- ↪ μονοκομματική κυβέρνηση
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
μονοκομματικός
|