μοιράρης
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού. |
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαμοιράρης αρσενικό
- (ικαριώτικα) εκείνος που αναλαμβάνει να διανείμει κινητά ή ακίνητα πράγματα
- (κρητικά) προφήτης