Αυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των σελίδων που χρειάζονται επιμέλεια και έλεγχο
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού.

Για έλεγχο. Τεκμηρίωση όλων των ικαριώτικων. Και των κρητικών sarri.greek (συζήτηση) 20:07, 8 Νοεμβρίου 2019 (UTC).


Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μοιράρης οι μοιράρηδες
      γενική του μοιράρη των μοιράρηδων
    αιτιατική τον μοιράρη τους μοιράρηδες
     κλητική μοιράρη μοιράρηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μοιράρης < μοίρα + -άρης

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μοιράρης αρσενικό

  1. (ικαριώτικα) εκείνος που αναλαμβάνει να διανείμει κινητά ή ακίνητα πράγματα
  2. (κρητικά) προφήτης