Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μιτογόνο τα μιτογόνα
      γενική του μιτογόνου των μιτογόνων
    αιτιατική το μιτογόνο τα μιτογόνα
     κλητική μιτογόνο μιτογόνα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μιτογόνο < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μιτογόνο ουδέτερο

  • βιολογία, γενετική) χημική ουσία που παρακινεί ένα κύτταρο να ξεκινήσει κυτταρική διαίρεση, προκαλώντας την έναρξη της μίτωσης

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

μιτογόνο

  1. (αρσενικό) αιτιατική ενικού του μιτογόνος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του μιτογόνος