μιτογόνο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μιτογόνο | τα | μιτογόνα |
γενική | του | μιτογόνου | των | μιτογόνων |
αιτιατική | το | μιτογόνο | τα | μιτογόνα |
κλητική | μιτογόνο | μιτογόνα | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μιτογόνο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμιτογόνο ουδέτερο
- βιολογία, γενετική) χημική ουσία που παρακινεί ένα κύτταρο να ξεκινήσει κυτταρική διαίρεση, προκαλώντας την έναρξη της μίτωσης
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαμιτογόνο
- (αρσενικό) αιτιατική ενικού του μιτογόνος
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του μιτογόνος