μισθαποδοσία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
μισθᾰποδοσῐᾱ- | ||||||||
ονομαστική | ἡ | μισθαποδοσίᾱ | αἱ | μισθαποδοσίαι | ||||
γενική | τῆς | μισθαποδοσίᾱς | τῶν | μισθαποδοσιῶν | ||||
δοτική | τῇ | μισθαποδοσίᾳ | ταῖς | μισθαποδοσίαις | ||||
αιτιατική | τὴν | μισθαποδοσίᾱν | τὰς | μισθαποδοσίᾱς | ||||
κλητική ὦ! | μισθαποδοσίᾱ | μισθαποδοσίαι | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μισθαποδοσίᾱ | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | μισθαποδοσίαιν | ||||||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μισθαποδοσία (ελληνιστική κοινή) < μισθαποδό(της) + -σία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμισθαποδοσία, -ίας θηλυκό (ελληνιστική κοινή)
- καταβολή μισθού
- (μεταφορικά) ανταπόδοση
- ※ 2ος κε αιώνας ⌘ Καινή Διαθήκη, Πρὸς Ἑβραίους, 2.2
- εἰ γὰρ ὁ δι’ ἀγγέλων λαληθεὶς λόγος ἐγένετο βέβαιος, καὶ πᾶσα παράβασις καὶ παρακοὴ ἔλαβεν ἔνδικον μισθαποδοσίαν,
- ※ 2ος κε αιώνας ⌘ Καινή Διαθήκη, Πρὸς Ἑβραίους, 10.35
- μὴ ἀποβάλητε οὖν τὴν παρρησίαν ὑμῶν, ἥτις ἔχει μισθαποδοσίαν μεγάλην.
- ※ 2ος κε αιώνας ⌘ Καινή Διαθήκη, Πρὸς Ἑβραίους, 2.2
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις μισθαποδότης, μισθός και ἀποδίδωμι
Πηγές
επεξεργασία- μισθαποδοσία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.