Αυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των σελίδων που χρειάζονται επιμέλεια και έλεγχο
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού.


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μισγάγγεια οι μισγάγγειες
      γενική της μισγάγγειας των μισγαγγειών
    αιτιατική τη μισγάγγεια τις μισγάγγειες
     κλητική μισγάγγεια μισγάγγειες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μισγάγγεια < μισγάγκεια • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μισγάγγεια θηλυκό

  • άλλη γραφή του μισγάγκεια
    ※  Μισγάγγεια ή ρέμμα είναι η γραμμή συνάντησης δύο κλιτύων κατά τα χαμηλότερα σημεία τους. Εδώ οι ισοϋψείς καμπύλες στρέφουν τα κυρτά προς τα ψηλότερα σημεία του εδάφους. Οι μισγάγγειες συγκεντρώνουν τα νερά της βροχής και γι αυτό λέγονται και γραμμές ρύσεως των υδάτων (Γενική Χαρτογραφία, ΕΜΠ, Σχολή Αγρονόμων Τοπογράφων Μηχανικών - Τομέας Τοπογραφίας, ανάκτηση 28/10/2021, pdf)
    ※  Δεν συνιστά υδατόρεμα που χρειάζεται οριοθέτηση κάθε διαφορά αναγλύφου του εδάφους ή συνήθης πτύχωση αυτού ή μισγάγγεια, όπου κατ’ ανάγκη παροδικώς απορρέουν όμβρια ύδατα από τις υψηλότερα κείμενες περιοχές, αλλά μόνον περιοχές με συνεχή ή περιοδική ροή ομβρίων ή άλλων υδάτων και ... (ΣΤΕ 762/2020 [ΠΑΡΑΝΟΜΟ Π.Δ. ΠΟΛΕΟΔΟΜΗΣΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΧΩΡΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΗ ΟΡΙΟΘΕΤΗΣΗ ΤΩΝ ΥΔΑΤΟΡΕΜΑΤΩΝ], «Νόμος+Φύση», ανακτήθηκε στις 28/10/2021, [1])
    ※  072-073: Κατεβαίνει μισγάγγεια προς τα Δ μέχρι δασικό δρόμο (ΦΕΚ Δ 639 - 14.06.2005, σελ. 5909 [2])



 
Αυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των σελίδων που χρειάζονται επιμέλεια και έλεγχο
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού.

Για έλεγχο. gkm.


  Ετυμολογία

επεξεργασία
μισγάγγεια < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μισγάγκεια

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μισγάγγεια θηλυκό

  • άλλη γραφή του μισγάγκεια, → δείτε τη λέξη μισγάγκειον
    ※  12ος αιώνας Ἰωάννης Ζωναρᾶς (Joannes Zonaras, Iohannis Zonarae et Photii Lexica ex codicibus manuscriptis nunc primum edita observationibus illustrata et indicibus instructa, Sumtibus Siegfr. Lebr. Crusii, 1808, σελ. 1362)
    Μισγάγγεια: τόπος κοῖλος, εἰς ὄν καταφερόμενα δέ τά ὕδατα ἐκ τών ὀρῶν συνίστανται

Άλλες μορφές

επεξεργασία