μινουέτο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μινουέτο | τα | μινουέτα |
γενική | του | μινουέτου | των | μινουέτων |
αιτιατική | το | μινουέτο | τα | μινουέτα |
κλητική | μινουέτο | μινουέτα | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μινουέτο < (άμεσο δάνειο) ιταλική minuetto,[1] με απλοποίηση γραφής των δύο ⟨tt⟩. Δείτε και μενουέτο.
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /mi.nuˈe.to/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μι‐νου‐έ‐το
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμινουέτο ουδέτερο
- (χορός, μουσική) άλλη μορφή του μενουέτο
Μεταφράσεις
επεξεργασία μινουέτο
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ μενουέτο, μινουέτο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας