μικροϋπόλοιπο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μικροϋπόλοιπο | τα | μικροϋπόλοιπα |
γενική | του | μικροϋπόλοιπου & μικροϋπολοίπου |
των | μικροϋπόλοιπων & μικροϋπολοίπων |
αιτιατική | το | μικροϋπόλοιπο | τα | μικροϋπόλοιπα |
κλητική | μικροϋπόλοιπο | μικροϋπόλοιπα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
μικροϋπόλοιπο ουδέτερο
Μεταφράσεις επεξεργασία
μικροϋπόλοιπο
|