Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μικροσυμφέρον τα μικροσυμφέροντα
      γενική του μικροσυμφέροντος των μικροσυμφερόντων
    αιτιατική το μικροσυμφέρον τα μικροσυμφέροντα
     κλητική μικροσυμφέρον μικροσυμφέροντα
Κατηγορία όπως «μέλλον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μικροσυμφέρον < μικρο- + συμφέρον

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μικροσυμφέρον ουδέτερο

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία