μικροπαραβατικότητα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μικροπαραβατικότητα < μικρο- + παραβατικότητα
Ουσιαστικό επεξεργασία
μικροπαραβατικότητα θηλυκό
- η μικρής έκτασης και μικρών συνεπειών παραβατικότητα
- ※ Έχουν περάσει ξυστά από ελάχιστες τάξεις σχολείου (το υπέροχο κινηματογραφικό έργο «Ανάμεσα στους τοίχους» δείχνει σχετικά ανεκτές καταστάσεις), ζουν στους δρόμους διαρκώς, χωρίς δουλειά, με μικροπαραβατικότητα και σε έναν κύκλο που δεν υπερβαίνει τη μισοκατεστραμμένη γειτονιά με αντίστοιχα τσακισμένους γονείς και γείτονες, με έναν ορίζοντα καταλυτικά συρρικνωμένο και αδιέξοδο. (www.efsyn.gr, 24.11.2015)
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
μικροπαραβατικότητα
|