Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μικροπαραβατικότητα οι μικροπαραβατικότητες
      γενική της μικροπαραβατικότητας των μικροπαραβατικοτήτων
    αιτιατική τη μικροπαραβατικότητα τις μικροπαραβατικότητες
     κλητική μικροπαραβατικότητα μικροπαραβατικότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μικροπαραβατικότητα < μικρο- + παραβατικότητα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μικροπαραβατικότητα θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία