μικρολωποδύτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαμικρολωποδύτης αρσενικό (θηλυκό μικρολωποδύτισσα)
- λωποδύτης που ασχολείται με κλοπές ή απατεωνιές μικρής έκτασης ή αξίας
Μεταφράσεις
επεξεργασία μικρολωποδύτης
|