μικρολωποδύτισσα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μικρολωποδύτισσα < μικρολωποδύτης + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμικρολωποδύτισσα θηλυκό
- → δείτε τη λέξη μικρολωποδύτης
Μεταφράσεις
επεξεργασία μικρολωποδύτισσα
|