Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μηχανοκάικο τα μηχανοκάικα
      γενική του μηχανοκάικου των μηχανοκάικων
    αιτιατική το μηχανοκάικο τα μηχανοκάικα
     κλητική μηχανοκάικο μηχανοκάικα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μηχανοκάικο < μηχανή + -ο- + καΐκι + -ο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μηχανοκάικο ουδέτερο

  • τύπος αλιευτικού πλοιαρίου

  Μεταφράσεις επεξεργασία