Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μητροκήλη οι μητροκήλες
      γενική της μητροκήλης
    αιτιατική τη μητροκήλη τις μητροκήλες
     κλητική μητροκήλη μητροκήλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «ζέστη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μητροκήλη < μητρο- + κήλη

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μητροκήλη θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία