μηνορραγία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαμηνορραγία θηλυκό
- σημαντική απώλεια αίματος ή μεγαλύτερη διάρκεια κατά την εμμηνορρυσία (κοινά αναφερόμενη περίοδο)
Μεταφράσεις
επεξεργασία μηνορραγία
|
μηνορραγία θηλυκό
|