↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μηνορραγία οι μηνορραγίες
      γενική της μηνορραγίας των μηνορραγιών
    αιτιατική τη μηνορραγία τις μηνορραγίες
     κλητική μηνορραγία μηνορραγίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μηνορραγία < μην(ας) + -ο- + -ρραγία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μηνορραγία θηλυκό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία