μετεωροσκοπεῖον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | μετεωροσκοπεῖον | τὰ | μετεωροσκοπεῖᾰ | ||||
γενική | τοῦ | μετεωροσκοπείου | τῶν | μετεωροσκοπείων | ||||
δοτική | τῷ | μετεωροσκοπείῳ | τοῖς | μετεωροσκοπείοις | ||||
αιτιατική | τὸ | μετεωροσκοπεῖον | τὰ | μετεωροσκοπεῖᾰ | ||||
κλητική ὦ! | μετεωροσκοπεῖον | μετεωροσκοπεῖᾰ | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μετεωροσκοπείω | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | μετεωροσκοπείοιν | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «στοιχεῖον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μετεωροσκοπεῖον (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική μετεωροσκόπ(ος) + -εῖον
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμετεωροσκοπεῖον, -ου ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)
- (αστρονομία) συνώνυμο του μετεωροσκόπιον: όργανο μέτρησης της απόστασης των άστρων (μετεώρων)
- ※ 5ος κε αιώνας Πρόκλος, Ὑποτύπωσις τῶν ἀστρονομικῶν ὑποθέσεων, 6.2 @books-google Procli Diadochi Hypotyposis Astronomicarum positionum, Apud Ioannem Vualder, 1540
- διαφέρει μὲν οὖν τὸ μετεωροσκοπεῖον τοῦ ἀστρολάβου τούτου, […]
- ※ 5ος κε αιώνας Πρόκλος, Ὑποτύπωσις τῶν ἀστρονομικῶν ὑποθέσεων, 6.2 @books-google Procli Diadochi Hypotyposis Astronomicarum positionum, Apud Ioannem Vualder, 1540
Δείτε επίσης
επεξεργασία- (καθαρεύουσα) μετεωροσκοπεῖον: το μετεωροσκοπείο (όπως αστεροσκοπείο)
Πηγές
επεξεργασία- μετεωροσκόπιον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.