μετεξεταστέα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μετεξεταστέα < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου μετεξεταστέος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /me.te.kse.taˈste.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : με‐τε‐ξε‐τα‐στέ‐α
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμετεξεταστέα θηλυκό
- θηλυκό του μετεξεταστέος
Μεταφράσεις
επεξεργασίαγια γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε μετεξεταστέος
μετεξεταστέα
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαμετεξεταστέα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του μετεξεταστέος
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του μετεξεταστέος