μεταστρατοπέδευση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μεταστρατοπέδευση | οι | μεταστρατοπεδεύσεις |
γενική | της | μεταστρατοπέδευσης* | των | μεταστρατοπεδεύσεων |
αιτιατική | τη | μεταστρατοπέδευση | τις | μεταστρατοπεδεύσεις |
κλητική | μεταστρατοπέδευση | μεταστρατοπεδεύσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, μεταστρατοπεδεύσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- μεταστρατοπέδευση < μεταστρατοπεδεύω + -ση
Ουσιαστικό επεξεργασία
μεταστρατοπέδευση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του μεταστρατοπεδεύω
Μεταφράσεις επεξεργασία
μεταστρατοπέδευση
|