Ετυμολογία

επεξεργασία
μεταστρατοπεδεύω < ελληνιστική κοινή μεταστρατοπεδεύω < αρχαία ελληνική μεταστρατοπεδεύομαι < μετά + στρατόπεδον

μεταστρατοπεδεύω

  Μεταφράσεις

επεξεργασία