μεταστρατοπεδεύω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μεταστρατοπεδεύω < ελληνιστική κοινή μεταστρατοπεδεύω < αρχαία ελληνική μεταστρατοπεδεύομαι < μετά + στρατόπεδον
Ρήμα
επεξεργασίαμεταστρατοπεδεύω
- (στρατιωτικός όρος) μεταφέρω το στρατόπεδο σε άλλη θέση
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | μεταστρατοπεδεύω | μεταστρατοπέδευα | θα μεταστρατοπεδεύω | να μεταστρατοπεδεύω | μεταστρατοπεδεύοντας | |
β' ενικ. | μεταστρατοπεδεύεις | μεταστρατοπέδευες | θα μεταστρατοπεδεύεις | να μεταστρατοπεδεύεις | μεταστρατοπέδευε | |
γ' ενικ. | μεταστρατοπεδεύει | μεταστρατοπέδευε | θα μεταστρατοπεδεύει | να μεταστρατοπεδεύει | ||
α' πληθ. | μεταστρατοπεδεύουμε | μεταστρατοπεδεύαμε | θα μεταστρατοπεδεύουμε | να μεταστρατοπεδεύουμε | ||
β' πληθ. | μεταστρατοπεδεύετε | μεταστρατοπεδεύατε | θα μεταστρατοπεδεύετε | να μεταστρατοπεδεύετε | μεταστρατοπεδεύετε | |
γ' πληθ. | μεταστρατοπεδεύουν(ε) | μεταστρατοπέδευαν μεταστρατοπεδεύαν(ε) |
θα μεταστρατοπεδεύουν(ε) | να μεταστρατοπεδεύουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | μεταστρατοπέδευσα | θα μεταστρατοπεδεύσω | να μεταστρατοπεδεύσω | μεταστρατοπεδεύσει | ||
β' ενικ. | μεταστρατοπέδευσες | θα μεταστρατοπεδεύσεις | να μεταστρατοπεδεύσεις | μεταστρατοπέδευσε | ||
γ' ενικ. | μεταστρατοπέδευσε | θα μεταστρατοπεδεύσει | να μεταστρατοπεδεύσει | |||
α' πληθ. | μεταστρατοπεδεύσαμε | θα μεταστρατοπεδεύσουμε | να μεταστρατοπεδεύσουμε | |||
β' πληθ. | μεταστρατοπεδεύσατε | θα μεταστρατοπεδεύσετε | να μεταστρατοπεδεύσετε | μεταστρατοπεδεύστε | ||
γ' πληθ. | μεταστρατοπέδευσαν μεταστρατοπεδεύσαν(ε) |
θα μεταστρατοπεδεύσουν(ε) | να μεταστρατοπεδεύσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω μεταστρατοπεδεύσει | είχα μεταστρατοπεδεύσει | θα έχω μεταστρατοπεδεύσει | να έχω μεταστρατοπεδεύσει | ||
β' ενικ. | έχεις μεταστρατοπεδεύσει | είχες μεταστρατοπεδεύσει | θα έχεις μεταστρατοπεδεύσει | να έχεις μεταστρατοπεδεύσει | ||
γ' ενικ. | έχει μεταστρατοπεδεύσει | είχε μεταστρατοπεδεύσει | θα έχει μεταστρατοπεδεύσει | να έχει μεταστρατοπεδεύσει | ||
α' πληθ. | έχουμε μεταστρατοπεδεύσει | είχαμε μεταστρατοπεδεύσει | θα έχουμε μεταστρατοπεδεύσει | να έχουμε μεταστρατοπεδεύσει | ||
β' πληθ. | έχετε μεταστρατοπεδεύσει | είχατε μεταστρατοπεδεύσει | θα έχετε μεταστρατοπεδεύσει | να έχετε μεταστρατοπεδεύσει | ||
γ' πληθ. | έχουν μεταστρατοπεδεύσει | είχαν μεταστρατοπεδεύσει | θα έχουν μεταστρατοπεδεύσει | να έχουν μεταστρατοπεδεύσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία μεταστρατοπεδεύω
|