μεταστάθμευση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μεταστάθμευση | οι | μετασταθμεύσεις |
γενική | της | μεταστάθμευσης* | των | μετασταθμεύσεων |
αιτιατική | τη | μεταστάθμευση | τις | μετασταθμεύσεις |
κλητική | μεταστάθμευση | μετασταθμεύσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, μετασταθμεύσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- μεταστάθμευση < μετασταθμεύω + -ση
Ουσιαστικό επεξεργασία
μεταστάθμευση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του μετασταθμεύω
Μεταφράσεις επεξεργασία
μεταστάθμευση
|