μετασταθμεύω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαμετασταθμεύω
- αλλάζω τον τόπο που έχω σταθμεύσει, σταθμεύω αλλού
Συγγενικά
επεξεργασία- μεταστάθμευση
- → δείτε τις λέξεις μετά και σταθμός
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | μετασταθμεύω | μεταστάθμευα | θα μετασταθμεύω | να μετασταθμεύω | μετασταθμεύοντας | |
β' ενικ. | μετασταθμεύεις | μεταστάθμευες | θα μετασταθμεύεις | να μετασταθμεύεις | μεταστάθμευε | |
γ' ενικ. | μετασταθμεύει | μεταστάθμευε | θα μετασταθμεύει | να μετασταθμεύει | ||
α' πληθ. | μετασταθμεύουμε | μετασταθμεύαμε | θα μετασταθμεύουμε | να μετασταθμεύουμε | ||
β' πληθ. | μετασταθμεύετε | μετασταθμεύατε | θα μετασταθμεύετε | να μετασταθμεύετε | μετασταθμεύετε | |
γ' πληθ. | μετασταθμεύουν(ε) | μεταστάθμευαν μετασταθμεύαν(ε) |
θα μετασταθμεύουν(ε) | να μετασταθμεύουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | μεταστάθμευσα | θα μετασταθμεύσω | να μετασταθμεύσω | μετασταθμεύσει | ||
β' ενικ. | μεταστάθμευσες | θα μετασταθμεύσεις | να μετασταθμεύσεις | μεταστάθμευσε | ||
γ' ενικ. | μεταστάθμευσε | θα μετασταθμεύσει | να μετασταθμεύσει | |||
α' πληθ. | μετασταθμεύσαμε | θα μετασταθμεύσουμε | να μετασταθμεύσουμε | |||
β' πληθ. | μετασταθμεύσατε | θα μετασταθμεύσετε | να μετασταθμεύσετε | μετασταθμεύστε | ||
γ' πληθ. | μεταστάθμευσαν μετασταθμεύσαν(ε) |
θα μετασταθμεύσουν(ε) | να μετασταθμεύσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω μετασταθμεύσει | είχα μετασταθμεύσει | θα έχω μετασταθμεύσει | να έχω μετασταθμεύσει | ||
β' ενικ. | έχεις μετασταθμεύσει | είχες μετασταθμεύσει | θα έχεις μετασταθμεύσει | να έχεις μετασταθμεύσει | ||
γ' ενικ. | έχει μετασταθμεύσει | είχε μετασταθμεύσει | θα έχει μετασταθμεύσει | να έχει μετασταθμεύσει | ||
α' πληθ. | έχουμε μετασταθμεύσει | είχαμε μετασταθμεύσει | θα έχουμε μετασταθμεύσει | να έχουμε μετασταθμεύσει | ||
β' πληθ. | έχετε μετασταθμεύσει | είχατε μετασταθμεύσει | θα έχετε μετασταθμεύσει | να έχετε μετασταθμεύσει | ||
γ' πληθ. | έχουν μετασταθμεύσει | είχαν μετασταθμεύσει | θα έχουν μετασταθμεύσει | να έχουν μετασταθμεύσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία μετασταθμεύω
|