μετασκευάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μετασκευάζω < αρχαία ελληνική μετασκευάζω < μετά + σκευάζω < σκευή
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /me.ta.skeˈva.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : με‐τα‐σκευ‐ά‐ζω
Ρήμα
επεξεργασίαμετασκευάζω (παθητική φωνή: μετασκευάζομαι)
Συγγενικά
επεξεργασία- αμετασκεύαστος
- μετασκευασμένος
- μετασκευαστής
- μετασκευαστικός
- μετασκευάστρια
- μετασκευή
- → δείτε τις λέξεις μετά, σκευή και σκεύος
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | μετασκευάζω | μετασκεύαζα | θα μετασκευάζω | να μετασκευάζω | μετασκευάζοντας | |
β' ενικ. | μετασκευάζεις | μετασκεύαζες | θα μετασκευάζεις | να μετασκευάζεις | μετασκεύαζε | |
γ' ενικ. | μετασκευάζει | μετασκεύαζε | θα μετασκευάζει | να μετασκευάζει | ||
α' πληθ. | μετασκευάζουμε | μετασκευάζαμε | θα μετασκευάζουμε | να μετασκευάζουμε | ||
β' πληθ. | μετασκευάζετε | μετασκευάζατε | θα μετασκευάζετε | να μετασκευάζετε | μετασκευάζετε | |
γ' πληθ. | μετασκευάζουν(ε) | μετασκεύαζαν μετασκευάζαν(ε) |
θα μετασκευάζουν(ε) | να μετασκευάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | μετασκεύασα | θα μετασκευάσω | να μετασκευάσω | μετασκευάσει | ||
β' ενικ. | μετασκεύασες | θα μετασκευάσεις | να μετασκευάσεις | μετασκεύασε | ||
γ' ενικ. | μετασκεύασε | θα μετασκευάσει | να μετασκευάσει | |||
α' πληθ. | μετασκευάσαμε | θα μετασκευάσουμε | να μετασκευάσουμε | |||
β' πληθ. | μετασκευάσατε | θα μετασκευάσετε | να μετασκευάσετε | μετασκευάστε | ||
γ' πληθ. | μετασκεύασαν μετασκευάσαν(ε) |
θα μετασκευάσουν(ε) | να μετασκευάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω μετασκευάσει | είχα μετασκευάσει | θα έχω μετασκευάσει | να έχω μετασκευάσει | ||
β' ενικ. | έχεις μετασκευάσει | είχες μετασκευάσει | θα έχεις μετασκευάσει | να έχεις μετασκευάσει | ||
γ' ενικ. | έχει μετασκευάσει | είχε μετασκευάσει | θα έχει μετασκευάσει | να έχει μετασκευάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε μετασκευάσει | είχαμε μετασκευάσει | θα έχουμε μετασκευάσει | να έχουμε μετασκευάσει | ||
β' πληθ. | έχετε μετασκευάσει | είχατε μετασκευάσει | θα έχετε μετασκευάσει | να έχετε μετασκευάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν μετασκευάσει | είχαν μετασκευάσει | θα έχουν μετασκευάσει | να έχουν μετασκευάσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | μετασκευάζομαι | μετασκευαζόμουν(α) | θα μετασκευάζομαι | να μετασκευάζομαι | ||
β' ενικ. | μετασκευάζεσαι | μετασκευαζόσουν(α) | θα μετασκευάζεσαι | να μετασκευάζεσαι | (μετασκευάζου) | |
γ' ενικ. | μετασκευάζεται | μετασκευαζόταν(ε) | θα μετασκευάζεται | να μετασκευάζεται | ||
α' πληθ. | μετασκευαζόμαστε | μετασκευαζόμαστε μετασκευαζόμασταν |
θα μετασκευαζόμαστε | να μετασκευαζόμαστε | ||
β' πληθ. | μετασκευάζεστε | μετασκευαζόσαστε μετασκευαζόσασταν |
θα μετασκευάζεστε | να μετασκευάζεστε | (μετασκευάζεστε) | |
γ' πληθ. | μετασκευάζονται | μετασκευάζονταν μετασκευαζόντουσαν |
θα μετασκευάζονται | να μετασκευάζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | μετασκευάστηκα | θα μετασκευαστώ | να μετασκευαστώ | μετασκευαστεί | ||
β' ενικ. | μετασκευάστηκες | θα μετασκευαστείς | να μετασκευαστείς | μετασκευάσου | ||
γ' ενικ. | μετασκευάστηκε | θα μετασκευαστεί | να μετασκευαστεί | |||
α' πληθ. | μετασκευαστήκαμε | θα μετασκευαστούμε | να μετασκευαστούμε | |||
β' πληθ. | μετασκευαστήκατε | θα μετασκευαστείτε | να μετασκευαστείτε | μετασκευαστείτε | ||
γ' πληθ. | μετασκευάστηκαν μετασκευαστήκαν(ε) |
θα μετασκευαστούν(ε) | να μετασκευαστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω μετασκευαστεί | είχα μετασκευαστεί | θα έχω μετασκευαστεί | να έχω μετασκευαστεί | μετασκευασμένος | |
β' ενικ. | έχεις μετασκευαστεί | είχες μετασκευαστεί | θα έχεις μετασκευαστεί | να έχεις μετασκευαστεί | ||
γ' ενικ. | έχει μετασκευαστεί | είχε μετασκευαστεί | θα έχει μετασκευαστεί | να έχει μετασκευαστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε μετασκευαστεί | είχαμε μετασκευαστεί | θα έχουμε μετασκευαστεί | να έχουμε μετασκευαστεί | ||
β' πληθ. | έχετε μετασκευαστεί | είχατε μετασκευαστεί | θα έχετε μετασκευαστεί | να έχετε μετασκευαστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν μετασκευαστεί | είχαν μετασκευαστεί | θα έχουν μετασκευαστεί | να έχουν μετασκευαστεί |