Δείτε επίσης: κατασκευάζω

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μετασκευάζω < αρχαία ελληνική μετασκευάζω < μετά + σκευάζω < σκευή

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /me.ta.skeˈva.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: με‐τα‐σκευ‐ά‐ζω

μετασκευάζω (παθητική φωνή: μετασκευάζομαι)

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία