μετασκευαστής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μετασκευαστής < μετασκευάζω + -τής
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμετασκευαστής αρσενικό (θηλυκό μετασκευάστρια)
- αυτός που μετασκευάζει
Μεταφράσεις
επεξεργασία μετασκευαστής
|
Δείτε επίσης : κατασκευαστής |
μετασκευαστής αρσενικό (θηλυκό μετασκευάστρια)
|