μεταπληροφορία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μεταπληροφορία < μετα- + πληροφορία < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική metainformation
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμεταπληροφορία αρσενικό
- (πληροφορική) πληροφορίες που αναφέρονται σε πληροφορίες
Άλλες γραφές
επεξεργασίαΥπώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μεταπληροφορία