Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μεσόκλιμα τα μεσοκλίματα
      γενική του μεσοκλίματος των μεσοκλιμάτων
    αιτιατική το μεσόκλιμα τα μεσοκλίματα
     κλητική μεσόκλιμα μεσοκλίματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μεσόκλιμα < μέσος + -ο- + κλίμα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μεσόκλιμα ουδέτερο

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία