Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μεσοθηλίωμα τα μεσοθηλιώματα
      γενική του μεσοθηλιώματος των μεσοθηλιωμάτων
    αιτιατική το μεσοθηλίωμα τα μεσοθηλιώματα
     κλητική μεσοθηλίωμα μεσοθηλιώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μεσοθηλίωμα < (λόγιο δάνειο) νεολατινική mesothelioma < mesothl(ium) (μεσοθήλ(ιον) < μεσο- + θηλ(ή)) + -oma (-ωμα)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μεσοθηλίωμα ουδέτερο

  • (ιατρική) σπάνιος τύπος καρκίνου που αναπτύσσεται στο μεσοθήλιο, σε κύτταρα της προστατευτικής μεμβράνης που καλύπτει τα όργανα του σώματος (στη θωρακική κοιλότητα αυτή η μεμβράνη ονομάζεται υπεζωκότας ενώ στην κοιλιά ονομάζεται περιτόναιο)

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία