ενδοθηλίωμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ενδοθηλίωμα < νεολατινική endothelioma < endothelium < αρχαία ελληνική ἔνδον + θηλή
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενδοθηλίωμα ουδέτερο
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ενδοθηλίωμα
|