μεσοβορράς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαμεσοβορράς αρσενικό
- ο άνεμος που πνέει από κατεύθυνση ανάμεσα από τα βόρεια και βορειοανατολικά σημεία του ορίζοντα
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μεσοβορράς
|