μερολογία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μερολογία | οι | μερολογίες |
γενική | της | μερολογίας | των | μερολογιών |
αιτιατική | τη | μερολογία | τις | μερολογίες |
κλητική | μερολογία | μερολογίες | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία el
επεξεργασία- μερολογία < μέρ(ος) + -ο- + -λογία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε; λόγιο ενδογενές δάνειο: (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική merology
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμερολογία θηλυκό συνήως στον ενικό (νεολογισμός)
- (φιλοσοφία) το πεδίο μελέτης των συστατικών και του τρόπο συσχετισμού τους με το όλον
- η μερική περιγραφή, η αποσπασματικότητα