Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μερολογία οι μερολογίες
      γενική της μερολογίας των μερολογιών
    αιτιατική τη μερολογία τις μερολογίες
     κλητική μερολογία μερολογίες
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία el επεξεργασία

μερολογία < μέρ(ος) + -ο- + -λογία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;   λόγιο ενδογενές δάνειο: (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική merology

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μερολογία θηλυκό συνήως στον ενικό (νεολογισμός)

  1. (φιλοσοφία) το πεδίο μελέτης των συστατικών και του τρόπο συσχετισμού τους με το όλον
  2. η μερική περιγραφή, η αποσπασματικότητα

  Μεταφράσεις επεξεργασία