μελιτίνη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μελιτίνη < θηλυκό του μελίτινος (αρχαία ελληνική) < μέλι • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /me.liˈtι.ni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : με‐λι‐τί‐νη
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμελιτίνη θηλυκό
- πρωτεΐνη που εμπεριέχεται στο δηλητήριο της μέλισσας [1]
- το φυτό αψινθιά (αψιθιά, πισιθιά)(Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Μεταφράσεις
επεξεργασία μελιτίνη
|
Πηγές
επεξεργασία- ↑ Henri Clément κ.ά., Σύγχρονη μελισσοκομία (Αθήνα: Εκδόσεις Ψύχαλου, 2007, ISBN 978-960-8455-34-4), σ. 379.