μειονεξία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μειονεξία < μείον + έχω • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμειονεξία θηλυκό
- το να υστερεί κάποιος έναντι του άλλου, αίσθημα κατωτερότητας
Μεταφράσεις
επεξεργασία μειονεξία