Ετυμολογία

επεξεργασία
handicap < hand in cap (επειδή συνηθιζόταν να κρατούν τα χρήματα ενός στοιχήματος σε ένα καπέλο)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

handicap (en)

  1. προβάδισμα ή πλεονέκτημα που δίνεται σε κάποιον αγωνιζόμενο ο οποίος θεωρείται ότι έχει εξαρχής λιγότερες δυνατότητες να κερδίσει τον αγώνα· αντιστρόφως, πρόσθετο εμπόδιο ή μειονέκτημα που προστίθεται στον θεωρούμενο ως φαβορί
    The older boy won, even though his opponent had been granted a handicap of five meters.
    Το μεγαλύτερο αγόρι νίκησε, αν και είχαν δώσει στον αντίπαλό του πέντε μέτρα προβάδισμα.
    A handicap in chess often involves removal of the queen's rook. (εδώ ο θεωρούμενος ως φαβορί ξεκινά τον αγώνα σκακιού χωρίς τον πύργο της βασίλισσας)
  2. ο αγώνας ο οποίος ξεκινά με ένα τέτοιο πλεονέκτημα ή μειονέκτημα
  3. αναπηρία, μειονέκτημα σωματικό ή διανοητικό (η λέξη πιθανόν να θεωρηθεί προσβλητική)



  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
handicap handicaps

handicap (fr) αρσενικό