handicap
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
handicap (en)
- προβάδισμα ή πλεονέκτημα που δίνεται σε κάποιον αγωνιζόμενο ο οποίος θεωρείται ότι έχει εξαρχής λιγότερες δυνατότητες να κερδίσει τον αγώνα· αντιστρόφως, πρόσθετο εμπόδιο ή μειονέκτημα που προστίθεται στον θεωρούμενο ως φαβορί
- The older boy won, even though his opponent had been granted a handicap of five meters.
- Το μεγαλύτερο αγόρι νίκησε, αν και είχαν δώσει στον αντίπαλό του πέντε μέτρα προβάδισμα.
- A handicap in chess often involves removal of the queen's rook. (εδώ ο θεωρούμενος ως φαβορί ξεκινά τον αγώνα σκακιού χωρίς τον πύργο της βασίλισσας)
- The older boy won, even though his opponent had been granted a handicap of five meters.
- ο αγώνας ο οποίος ξεκινά με ένα τέτοιο πλεονέκτημα ή μειονέκτημα
- αναπηρία, μειονέκτημα σωματικό ή διανοητικό (η λέξη πιθανόν να θεωρηθεί προσβλητική)
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
handicap | handicaps |
handicap (fr) αρσενικό
- η αναπηρία