Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μεθοκόπημα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
μεθοκόπημα
τα
μεθοκοπήμα
τ
α
γενική
του
μεθοκοπήμα
τ
ος
των
μεθοκοπημά
τ
ων
αιτιατική
το
μεθοκόπημα
τα
μεθοκοπήμα
τ
α
κλητική
μεθοκόπημα
μεθοκοπήμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
μεθοκόπημα
<
μεθοκοπώ
+
-μα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
μεθοκόπημα
ουδέτερο
το
αποτέλεσμα
του
μεθοκοπώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μεθοκόπημα
γαλλικά
:
soûlerie
(fr)
,
beuverie
(fr)