Ετυμολογία

επεξεργασία
μεθοκοπώ < μεθ(ώ) + -ο- + -κοπώ

μεθοκοπώ, πρτ.: μεθοκοπούσα/μεθοκόπαγα, αόρ.: μεθοκόπησα, χωρίς παθητική φωνή

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία