Ετυμολογία

επεξεργασία
μεθοκοπώ < μεθ(ώ) + -ο- + -κοπώ

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /me.θo.koˈpo/

μεθοκοπώ, πρτ.: μεθοκοπούσα/μεθοκόπαγα, αόρ.: μεθοκόπησα, χωρίς παθητική φωνή

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία