μεθοκοπώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /me.θo.koˈpo/
Ρήμα
επεξεργασίαμεθοκοπώ, πρτ.: μεθοκοπούσα/μεθοκόπαγα, αόρ.: μεθοκόπησα, χωρίς παθητική φωνή
- μεθάω συχνά πίνοντας μεγάλες ποσότητες αλκοολούχων ποτών
- ※ Και 'σαν να μεθοκόπησε, το Σκότος παραδέρνει, / κι από τον δρόμον προσπαθεί να έβγη του Ηλίου. (Ουίλλιαμ Σαίξπηρ, Ρωμαίος και Ιουλιέτα/Β, μτφρ. Δημήτριος Βικέλας)
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | μεθοκοπάω - μεθοκοπώ | μεθοκοπούσα - μεθοκόπαγα | θα μεθοκοπάω - μεθοκοπώ | να μεθοκοπάω - μεθοκοπώ | μεθοκοπώντας | |
β' ενικ. | μεθοκοπάς | μεθοκοπούσες - μεθοκόπαγες | θα μεθοκοπάς | να μεθοκοπάς | μεθοκόπα - μεθοκόπαγε | |
γ' ενικ. | μεθοκοπάει - μεθοκοπά | μεθοκοπούσε - μεθοκόπαγε | θα μεθοκοπάει - μεθοκοπά | να μεθοκοπάει - μεθοκοπά | ||
α' πληθ. | μεθοκοπάμε - μεθοκοπούμε | μεθοκοπούσαμε - μεθοκοπάγαμε | θα μεθοκοπάμε - μεθοκοπούμε | να μεθοκοπάμε - μεθοκοπούμε | ||
β' πληθ. | μεθοκοπάτε | μεθοκοπούσατε - μεθοκοπάγατε | θα μεθοκοπάτε | να μεθοκοπάτε | μεθοκοπάτε | |
γ' πληθ. | μεθοκοπάν(ε) - μεθοκοπούν(ε) | μεθοκοπούσαν(ε) - μεθοκόπαγαν - μεθοκοπάγανε | θα μεθοκοπάν(ε) - μεθοκοπούν(ε) | να μεθοκοπάν(ε) - μεθοκοπούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | μεθοκόπησα | θα μεθοκοπήσω | να μεθοκοπήσω | μεθοκοπήσει | ||
β' ενικ. | μεθοκόπησες | θα μεθοκοπήσεις | να μεθοκοπήσεις | μεθοκόπα - μεθοκόπησε | ||
γ' ενικ. | μεθοκόπησε | θα μεθοκοπήσει | να μεθοκοπήσει | |||
α' πληθ. | μεθοκοπήσαμε | θα μεθοκοπήσουμε | να μεθοκοπήσουμε | |||
β' πληθ. | μεθοκοπήσατε | θα μεθοκοπήσετε | να μεθοκοπήσετε | μεθοκοπήστε | ||
γ' πληθ. | μεθοκόπησαν μεθοκοπήσαν(ε) |
θα μεθοκοπήσουν(ε) | να μεθοκοπήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω μεθοκοπήσει | είχα μεθοκοπήσει | θα έχω μεθοκοπήσει | να έχω μεθοκοπήσει | ||
β' ενικ. | έχεις μεθοκοπήσει | είχες μεθοκοπήσει | θα έχεις μεθοκοπήσει | να έχεις μεθοκοπήσει | ||
γ' ενικ. | έχει μεθοκοπήσει | είχε μεθοκοπήσει | θα έχει μεθοκοπήσει | να έχει μεθοκοπήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε μεθοκοπήσει | είχαμε μεθοκοπήσει | θα έχουμε μεθοκοπήσει | να έχουμε μεθοκοπήσει | ||
β' πληθ. | έχετε μεθοκοπήσει | είχατε μεθοκοπήσει | θα έχετε μεθοκοπήσει | να έχετε μεθοκοπήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν μεθοκοπήσει | είχαν μεθοκοπήσει | θα έχουν μεθοκοπήσει | να έχουν μεθοκοπήσει |
|